Ο υπουργός Παιδείας προσπάθησε να δώσει εγγυήσεις ότι στα μη κρατικά πανεπιστήμια η είσοδος δεν θα γίνεται απλώς μέσω του… ταμείου
Από την πρώτη στιγμή που ανακοινώθηκε η πρόθεση της κυβέρνησης να θεσμοθετήσει τη δυνατότητα να ιδρυθούν μη κρατικά πανεπιστήμια, υπήρξε το ανοιχτό ερώτημα για τον τρόπο εισαγωγής σε αυτά.
Και αυτό γιατί φαινόταν ως να διαμορφώνεται μια συνθήκη όπου από τη μια θα υπάρχει ο δρόμος των Πανελλαδικών Εξετάσεων, με όλο τον κόπο και την προσπάθεια που απαιτούν, και από την άλλη απλώς η οικονομική δυνατότητα κάποιων οικογενειών να καταβάλουν τα σχετικά δίδακτρα.
Γι’ αυτόν τον λόγο και αναμενόταν με μεγάλο ενδιαφέρον πώς θα απαντούσε σε αυτά τα ερωτήματα το υπουργείο όταν θα ανακοίνωνε πιο συγκεκριμένα πώς θα σκοπεύει να προχωρήσει.
Αυτό ήταν ιδιαίτερα εμφανές στη συνέντευξη του αρμόδιου υπουργού Παιδείας Κυριάκου Πιερρακάκη στις 7 Φεβρουαρίου, όπου και παρουσίασε τα βασικά σημεία του νομοσχεδίου.
Ως προς το συγκεκριμένο θέμα έγινε μια προσπάθεια να παρουσιαστεί ότι στα μη κρατικά πανεπιστήμια θα μπαίνουν οι φοιτητές με προϋπόθεση τις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Όμως, όπως φάνηκε από τις ίδιες τις δηλώσεις του υπουργού, αυτό δεν σημαίνει ότι οι φοιτητές θα μπαίνουν σε αυτά με τον ίδιο τρόπο και κυρίως τον ίδιο ανταγωνισμό για τις «καλές» σχολές, τις σχολές υψηλής ζήτησης.
Οι σχολές των μη κρατικών πανεπιστημίων δεν θα περιλαμβάνονται, δηλαδή, στο «Μηχανογραφικό».
Το μόνο που θα ισχύει είναι ότι οι φοιτητές τους θα πρέπει να έχουν «πιάσει» την Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής του επιστημονικού πεδίου και από εκεί και πέρα τα όποια κριτήρια θέσουν τα ίδια τα ιδρύματα.
Ο θεσμός της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής καθιερώθηκε από το 2021 και αφορά τον μέσο όρο των βαθμολογιών των τεσσάρων πανελλαδικώς εξεταζομένων μαθηματων, πολλαπλασιασμένο με ένα συντελεστή (0,8-1,2) που τον αποφασίζει κάθε Τμήμα. Είναι προφανώς αρκετά μικρότερος από τη βάση εισαγωγής, ιδίως σε σχολές υψηλής ζήτησης.
Για παράδειγμα η Νομική του ΕΚΠΑ είχε ΕΒΕ 14,13 και η Ιατρική 13,97 (και οι δύο σχολές είχαν επιλέξει τον συντελεστή 1,2), όμως η βαθμολογία που έπρεπε να συγκεντρώσουν στις πανελλαδικές οι τελικώς εισαχθέντες σε αυτές ήταν πολύ υψηλότερες. Για παράδειγμα η Ιατρική Αθηνών είχε βάση εισαγωγής τα 19.000 μόρια ή έναν μέσο όρο στα πανελλαδικά μαθήματα 19 και η Νομική Αθήνας πάνω από 18.
Μάλιστα, εάν μιλήσουμε για ΕΒΕ ανά πεδίο, τότε πάμε σε ακόμη χαμηλότερη βαθμολογία, μια που σε αυτή την περίπτωση μιλάμε για την ΕΒΕ που υπολογίζεται με τον χαμηλό συντελεστή 0,8. Ας πούμε στο τρίτο πεδίο, η ΕΒΕ με συντελεστή 1 ήταν 11,64 και με συντελεστή 0,8 φτάνει κάτω από 10.
Δηλαδή, ακόμη και εάν κάποιος δεν πετύχει όχι μόνο τη βάση της εισαγωγής αλλά και την με υψηλό συντελεστή ΕΒΕ μιας σχολής «υψηλής ζήτησης» θα έχει τη δυνατότητα, εάν έχει πετύχει τη – χαμηλότερη – ΕΒΕ του πεδίου να μπορεί να πάει στην αντίστοιχη «μη κρατική» σχολή.
Επομένως, είναι σαφές ότι στα μη κρατικά ακόμη και σε σχολές όπως η Ιατρική δεν θα μπαίνουν, επί της ουσίας στη βάση της βαθμολογίας.
Όμως, εγείρει ένα ερώτημα στο κατά πόσο το «και εάν δεν περάσεις στα δημόσια με το βαθμό σου, αρκεί να έχεις την ΕΒΕ για να πας όπου φτάνει το πορτοφόλι της οικογένειας», αποτελεί ακριβώς την ορθή αφετηρία για μια διεύρυνση της πρόσβασης στην Ανώτατη Εκπαίδευση.
Τα σχόλια είναι κλειστά.