Θύματα σχολικού εκφοβισμού έπεσαν 3 στους 10 μαθητές

«Το bullying έχει τρεις άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται: την εθνικότητα, το φύλο και τη φτώχεια» – Ποιος είναι ο ρόλος του περίγυρου και του σχολείου στην αντιμετώπιση του φαινομένου
Θύματα σχολικού εκφοβισμού υπήρξαν τρεις στους 10 μαθητές σε πανελλαδικό επίπεδο κατά το σχολικό έτος 2022 – 2023.

Στην ανησυχητική αυτή διαπίστωση καταλήγει έρευνα που συνυπογράφουν οι Κωνσταντίνος Γιαννόπουλος και Ειρήνη Λεριού, η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος Οκτωβρίου του περιοδικού του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).

Εκφοβισμό μποιρει να δεχτεί «ένα παιδί που είναι πιο ευαίσθητο απο όσο συνηθίζεται, που έχει χαρακτηριστική φωνή, ένα παιδί που φτώχεια φαίνεται στα ρούχα του, κάποιθος που σε ένα τμήμα άτακτων μαθητών δε θα μπει στην ομάδα των ταραχοποιών ή ένας πολύ καλός μαθητής»

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, κατά το περσινό σχολικό έτος το 32,4% των παιδιών στο σύνολο της χώρας κατέστησαν θύματα σχολικού εκφοβισμού.

Σε επίπεδο περιφέρειας τα υψηλότερα ποσοστά του φαινομένου καταγράφηκαν στην Πελοπόννησο, την Ανατολική Μακεδονία και Θράκη και τη Δυτική Μακεδονία με το 48,8%, 42,1% και 40% των παιδιών, αντίστοιχα, να έχουν υποστεί μπούλινγκ.

Στην έρευνα παρουσιάζονται και ορισμένα ποιοτικά στοιχεία για το προφίλ των παιδιών που πέφτουν θύματα σχολικού εκφοβισμού.

Οπως αναφέρουν οι ερευνητές, «η θυματοποίηση από τον σχολικό εκφοβισμό είναι περισσότερο παρούσα μεταξύ των παιδιών που ανήκουν σε μονογονεϊκές οικογένειες με μητέρα, των κοριτσιών και των παιδιών διαφορετικής εθνικότητας».

Υποστηρίζουν δε ότι ο σχολικός εκφοβισμός συνδέεται και με την κακή οικονομική κατάσταση των οικογενειών των παιδιών – θυμάτων.

Οπως σημειώνουν, «τα αποτελέσματα της Πολλαπλής, Παραγοντικής Ανάλυσης Αντιστοιχιών (MCA) αποκαλύπτουν ότι ο σχολικός εκφοβισμός συνδέεται επίσης και με τη φτώχεια.

Ειδικότερα, τα παιδιά που θυματοποιούνται είναι παιδιά που στερούνται την κατάλληλη διατροφή σε ποιοτικούς και ποσοτικούς όρους, ενώ σε μικρότερο βαθμό διαβιούν σε κρύο σπίτι, με επικίνδυνη ή καθόλου θέρμανση και έχουν βιώσει παρατεταμένες χρονικές περιόδους με κομμένη την παροχή της ηλεκτροδότησης στο σπίτι τους».

Συνολικά οι συγγραφείς της μελέτης υπογραμμίζουν ότι «τα παιδιά που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να καταστούν θύματα εκφοβισμού από συμμαθητές τους είναι κατ’ αρχάς όσα έχουν μεταναστεύσει στην Ελλάδα από άλλες χώρες, τα κορίτσια και τα παιδιά που βιώνουν υλική στέρηση».

Πώς, όμως, κατέληξαν σε αυτό το συμπέρασμα; Και ποια άλλα χαρακτηριστικά διακρίνουν τα παιδιά που πέφτουν θύματα σχολικού εκφοβισμού; Ποιο είναι το προφίλ των θυτών και τι λένε για το φαινόμενο επιστήμονες και εκπαιδευτικοί;

Τα συμπεράσματα της έρευνας
«Ο αρχικός προβληματισμός για την εκπόνηση της έρευνας προήλθε από τα εμπειρικά δεδομένα που λαμβάναμε» λέει στα «ΝΕΑ» η Ειρήνη Λεριού, καθηγήτρια – σύμβουλος του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου στην Περιφερειακή Ανάπτυξη και τις Περιφερειακές Ανισότητες και συντονίστρια στο Εθνικό Παρατηρητήριο Παιδικής Ευημερίας στο Χαμόγελο του Παιδιού.

Οπως εξηγεί, στόχος της έρευνας, στην οποία συμμετείχαν 2.293 μαθητές από 84 δημόσια σχολεία της επικράτειας, ήταν να αποκαλυφθεί πώς συσχετίζεται ο κοινωνικός εκφοβισμός με άλλα κοινωνικά φαινόμενα ώστε οι προσπάθειες εκρίζωσης της βίας από τα σχολεία να βασίζονται σε επιστημονικά στοιχεία.

«Τα δεδομένα που συλλέξαμε μας έδειξαν ότι το μπούλινγκ συσχετίζεται με τη φτώχεια» ξεκαθαρίζει η ειδικός, προσθέτοντας ότι στο ίδιο συμπέρασμα έχουν καταλήξει και άλλοι ερευνητές σε χώρες του εξωτερικού.

Ακόμα, ο σχολικός εκφοβισμός συσχετίζεται με το φύλο, καθώς τα κορίτσια δηλώνουν πιο συχνά ότι πέφτουν θύματα μπούλινγκ σε σχέση με τα αγόρια, ενώ υψηλά ποσοστά εκφοβισμού εμφανίζονται να δέχονται και τα παιδιά που προέρχονται από μονογονεϊκές οικογένειες που διαθέτουν μόνο μητέρα – κάτι που επίσης, σύμφωνα με την Ειρήνη Λεριού, εντοπίζουν και άλλοι ερευνητές στο εξωτερικό.

Συνολικά, όπως χαρακτηριστικά περιγράφεται στην έρευνα, «τα παιδιά – θύματα ανήκουν σε μονογονεϊκές οικογένειες με μητέρα, ζουν σε σπίτια με κρύο και υγρασία, έχουν βιώσει παρατεταμένες διακοπές της ηλεκτροδότησης, στερούνται ποιοτικά και ποσοτικά την κατάλληλη διατροφή, δηλώνουν απογοητευμένα από τις προσπάθειες του σχολείου τους στην καλλιέργεια της ηθικής τους παιδείας, περνούν πολύ χρόνο σε οθόνες και χαρακτηρίζουν τη σχολική τους επίδοση ως μέτρια».

Σημειώνεται ότι σε εξέλιξη βρίσκεται αυτή την περίοδο η επαναληπτική έρευνα, τα αποτελέσματα της οποίας θα ανακοινωθούν κατά την Παγκόσμια Ημέρα κατά του Σχολικού Εκφοβισμού, τον Μάρτιο.

Τότε, μας λέει η ίδια, θα δοθεί απάντηση και στο αν παρατηρείται αύξηση ή μείωση των περιστατικών σχολικού εκφοβισμού, αφού στόχος του πρώτου κύκλου της έρευνας ήταν να εντοπιστούν ορισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά που σχετίζονται με το φαινόμενο.

«Στόχος όποιος ξεχωρίζει»
Μια πιο «ανοιχτή» βεντάλια όσον αφορά τα χαρακτηριστικά των θυμάτων μπούλινγκ περιγράφει ο πρόεδρος της ΟΛΜΕ Νίκος Παπαχρήστου. Μιλώντας στα «ΝΕΑ», ο εκπαιδευτικός εξηγεί ότι το γενικό μοτίβο είναι πως οι θύτες του σχολικού εκφοβισμού στοχοποιούν όποιον ξεχωρίζει.

Αυτό μπορεί να αφορά ένα παιδί που προέρχεται από φτωχή οικογένεια, όμως, όπως υπογραμμίζει, «μπούλινγκ ασκείται και μεταξύ των πλουσιόπαιδων», τονίζοντας ότι περιστατικά εκφοβισμού καταγράφονται και σε ιδιωτικά σχολεία.

Οπως λέει, εκφοβισμό μπορεί να δεχτεί «ένα παιδί που είναι πιο ευαίσθητο από όσο συνηθίζεται, που έχει χαρακτηριστική φωνή, ένα παιδί που η φτώχεια φαίνεται στα ρούχα του, κάποιος που σε ένα τμήμα άτακτων μαθητών δεν θα μπει στην ομάδα των ταραχοποιών ή ένας πολύ καλός μαθητής».

«Δύο είναι διεθνώς οι κατεξοχήν ομάδες των παιδιών που εμπλέκονται ως θύματα σε πρακτικές εκφοβισμού: οι έφηβοι με εναλλακτικές των κυρίαρχων ταυτότητες φύλου και σεξουαλικού προσανατολισμού και οι μειονοτικές ομάδες, όπως πρόσφυγες, μετανάστες και Ρομά» υπογραμμίζει από την πλευρά του ο ψυχίατρος Γιώργος Νικολαΐδης, διευθυντής Ψυχικής Υγείας και Κοινωνικής Πρόνοιας στο Ινστιτούτο Υγείας του Παιδιού.

Υπογραμμίζει δε ότι διεθνώς οι εκφοβιστικές πρακτικές λαμβάνουν μεγαλύτερη έκταση σε μέρη όπου παρατηρείται και άλλου τύπου μικροπαραβατικότητα των εφήβων, κάτι που συμβαίνει κυρίως σε πιο φτωχές περιοχές.

Το μπούλινγκ σε ΛΟΑΤΚΙ+ εφήβους συνδέεται κυρίως, συνεχίζει, με στερεότυπα που επικρατούν στην κοινωνία για το φύλο και τους έμφυλους ρόλους και ταυτότητες.

Οσον αφορά τις επιθέσεις με κριτήριο την εθνική ή εθνοτική ταυτότητα, αυτές σχετίζονται με το πώς γίνεται αντιληπτή η διαφορά μέσα σε ένα σύνολο παιδιών, αλλά και στην κοινωνία ευρύτερα.

Ως εκ τούτου, έχει μεγάλη σημασία «να μαθαίνουμε τα παιδιά να διαχειρίζονται το μειονοτικό στάτους».

Ποια ικανοποίηση αντλούν από την επιθετική τους συμπεριφορά
Τι, όμως, είναι αυτό που ωθεί παιδιά ή εφήβους να γίνουν θύτες σε περιστατικά εκφοβισμού; Ποια ικανοποίηση αντλούν από την επιθετική τους συμπεριφορά; Οπως εξηγεί ο Γιώργος Νικολαΐδης, το μπούλινγκ «είναι κατεξοχήν μια άσκηση επικύρωσης σχέσεων εξουσίας».

«Να μάθουμε τα παιδιά να αποτελούν μια δημοκρατική κοινότητα που σέβεται και διασφαλίζει τα δικαιώματα των αδυνάτων»

Γι’ αυτό και διακρίνεται από συστηματικότητα, εγγενή ανισομετρία ισχύος των εμπλεκόμενων πλευρών και σποραδική βία προς επιβεβαίωση αυτής της άνισης σχέσης δύναμης:

«Για τους θύτες, η ικανοποίηση σχετίζεται με την επικύρωση της θέσης ισχύος των ισχυρών στην ευρύτερη κοινότητα μέσα στην οποία δρουν και συνυπάρχουν με τους ανίσχυρους. Γι’ αυτό και πάντα έχουν σημασία οι λεγόμενοι bystanders, αυτοί που παρακολουθούν το τι συμβαίνει. Αν γελάνε με τις πράξεις των ισχυρών, τότε οι ισχυροί επικυρώνονται. Αν μαθαίναμε, όμως, στα παιδιά ότι σε τέτοιες περιπτώσεις πρέπει να παρέμβουν ώστε να παρεμποδίσουν τους ισχυρούς να παραβιάσουν τα δικαιώματα των ανίσχυρων, θα είχαμε το αντίθετο αποτέλεσμα».

Κατά τον έμπειρο ψυχίατρο, αυτή είναι και η βασική αρχή για την αντιμετώπιση του μπούλινγκ: «Να μάθουμε τα παιδιά να αποτελούν μια δημοκρατική κοινότητα που σέβεται και διασφαλίζει τα δικαιώματα των αδυνάτων».

Ο ρόλος του σχολείου
Σημαντικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να διαδραματίσει το σχολείο.

Η πίεση, ωστόσο, που ασκείται στους νέους στο γυμνάσιο και ιδίως στο λύκειο, στην πορεία προς τις πανελλαδικές εξετάσεις, αφήνει λίγα περιθώρια για τέτοιου είδους διεργασί

«Στην Ελλάδα, δυστυχώς, το σχολείο, ειδικά η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, είναι κατεξοχήν ένας στίβος που βάζουμε τα παιδιά να τρέξουν με κατεύθυνση τις εισαγωγικές εξετάσεις στο πανεπιστήμιο.

Ετσι, έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό ο παιδαγωγικός του χαρακτήρας, η καλλιέργεια της αίσθησης ότι οι μαθητές αποτελούν μια ομάδα», λέει ο Γιώργος Νικολαΐδης και συμπληρώνει:

«Δεν υπάρχει χρόνος, ούτε αρκετή επένδυση από την πλευρά του συστήματος, στο να μαθαίνουμε στα παιδιά ότι αποτελούν μια συλλογικότητα, μια κοινότητα μέσα στη ζωή. Το κλίμα είναι ανταγωνιστικό και αδιάφορο ως προς το αν υπάρχει τρόπος να συνυπάρχουμε».

Τα σχόλια είναι κλειστά.