Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει «Ο θάνατος του ήταν μεγάλη απώλεια για την ελληνική μουσική και την Κρήτη».
-Εμάθετέ τα; Πόθανε ο Ψαρονίκος.
Αυτό το θλιβερό άγγελμα πάγωσε το Ρέθυμνο και αναστάτωσε το Πανελλήνιο την Παρασκευή 8 Φλεβάρη του 1980, όταν ο μεγάλος τραγουδοποιός έφυγε από τη ζωή. Δύο ημέρες νωρίτερα είχε εισαχθή στο Αντικαρκινικό Νοσοκομείο Πειραιώς και λίγες ώρες αργότερα η κατάσταση της υγείας του σημείωσε ραγδαία επιδείνωση. Το βράδυ της Πέμπτης 7 Φεβρουαρίου έπεσε σε κώμα και παρά τις υπεράνθρωπες προσπάθειες των γιατρών να τον κρατήσουν στη ζωή, δεν τα καταφέρνουν.
Μια μέρα, μια Παρασκευή
θα πέσω να πεθάνω
και μια Λαμπρή θ αναστηθώ
από το χώμα απάνω.
Στις 9 Φεβρουαρίου χιλιάδες κόσμου, επώνυμοι κι ανώνυμοι, αποχαιρετούν τον «Αρχάγγελο της Κρήτη» με δάκρια στα μάτια και τραγουδούν:
Έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά
και ο πατέρας του στον Άδη άκουσε μια τουφεκιά…
Ο «Αρχάγγελος της Κρήτης» γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936 στα Ανώγεια Ρεθύμνου. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν στις 13 Αυγούστου του 1941 οι Γερμανοί κατακτητές εισέβαλαν στο χωριό του και το έκαψαν.
Οι κάτοικοι εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες στην κοιλάδα του Μυλοποτάμου, για να επιστρέψουν στον τόπο τους τρία χρόνια αργότερα, μετά την απελευθέρωση.
Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν δύσκολα, αντιμετωπίζοντας τη φτώχεια που τον αναγκάζει να φύγει από τον τόπο του και να πάει στο Ηράκλειο για να σπουδάσει.
Εκεί τον κατακτά η μουσική. Βλέποντας να παίζουν λύρα αποφασίζει να ασχοληθεί με αυτό το όργανο, παρά τις αντιρρήσεις της οικογένειας του. Σε ηλικία μόλις 10 ετών, αποκτά την πρώτη του λύρα, σταματά το σχολείο στην Γ’ Δημοτικού και μετά από ενάμιση χρόνο μαθητείας δίπλα στον λυράρη Λεωνίδα Κλάδο, ξεκινά παίζοντας σε γάμους, βαφτίσια και γιορτές, σε όλη την Κρήτη.
O κεραυνοβόλος έρωτας και το κλέψιμο της αγαπημένης
Σε μια αποκριάτικη γιορτή συναντά την Ουρανία Μελαμπιανάκη, γόνο αριστοκρατικής οικογενείας και την ερωτεύεται κεραυνοβόλα. Για ένα χρόνο της κάνει καντάδα κάθε βράδυ κάτω από το παράθυρό της, χωρίς να έχουν μιλήσει ποτέ. Η ταξική τους διαφορά θα τους αναγκάσει να κλεφτούν και να παντρευτούν κρυφά, στις 21 Μαΐου του 1958. Μαζί θα αποκτήσουν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Ρηνιώ.
Τα τραγούδια, η δικοσγραφία, οι συνεργασίες
Η αγάπη του για τη μουσική όλο και μεγαλώνει και στόχος του είναι να βγει από τα σύνορα του τόπου του.
Το Νοέμβριο του 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία «Odeon» με τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά», παίρνοντας ως αμοιβή 150 δραχμές, Ο δίσκος γνωρίζει επιτυχία και η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους.
Το άνοιγμα μιας καριέρας εκτός συνόρων
Το 1966 ο Νίκος Ξυλούρης πηγαίνει σε έναν διαγωνισμό δημοτικής μουσικής στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας, οπού ανάμεσα σε δεκάδες συγκροτήματα από όλον τον κόσμο παίρνει το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα. Και από εκείνη τη στιγμή ξεκινά επίσημα και η αναγνωρισιμότητα του.
Είναι Απρίλιος του 1969, όταν ο αγαπημένος τραγουδιστής εμφανίζεται στο κέντρο Κονάκι της Αθήνας και γνωρίζει την αποθέωση του κόσμου.
Και εκεί έρχεται η γνωριμία του με τον Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος μιλά για αυτόν στον Γιάννη Μαρκόπουλο, με τον οποίο συνεργάζονται για πρώτη φορά στο «Χρονικό», μία ενότητα τραγουδιών που θέτει σε νέα βάση τη σχέση της παράδοσης με το παρόν. Έξι μήνες αργότερα κυκλοφορεί ο δίσκος – αναφορά στα «Ριζίτικα» της Κρήτης, για τον οποίο βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία Σαρλ Κρος. Το Μάιο του 1971 ξεκινούν κοινές εμφανίσεις στη μπουάτ «Λήδρα» στην πλάκα.
Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης…
«Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα κύκλοι τραγουδιών του Γιάννη Μαρκόπουλου, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με τον Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), τον Χριστόδουλο Χάλαρη («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και τον Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»).
Η συνεργασία στο σινεμά με τον Κώστα Καζάκο και την Τζένη Καρέζη
Το καλοκαίρι του 1973 έρχεται η συμμετοχή του στην ταινία Το μεγάλο μας τσίρκο, στο θέατρο Αθήναιον. Με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης το τεταμένο πολιτικό κλίμα, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η διαδρομή στα μεταπολεμικά χρόνια
Συνεργασίες με τον Γιάννη Μαρκόπουλο και τον Σταύρο Ξαρχάκο ενώ παράλληλα ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», η φωνή του ακούγεται και πάλι έντονα. Αλλά εκεί ξεκινούν και τα προβλήματα με την υγεία του και δεν αργεί να έρθει το τέλος.
Τα σχόλια είναι κλειστά.