Αληθινός «σασμός» στην Κρήτη: Οι «μεσίτες», ο όρκος κι ο Αϊ Γιώργης ο Σεληνάρης….
«Έστειλα μεσίτες και τα κανονίσανε» είπε ο κατηγορούμενος κι έπιασε ν’ αφηγείται πως έγινε ο σασμός. Πήγανε που λέτε οι μεσίτες στην οικογένεια των θυμάτων και τα πάνε...
Αληθινός «σασμός» στην Κρήτη: Οι «μεσίτες», ο όρκος κι ο Αϊ Γιώργης ο Σεληνάρης….
Δεν είχε καλά – καλά σκοτεινιάσει στην πόλη του Ηρακλείου, όταν πάνω από το δικαστικό Μέγαρο άρχισε να πλανάται το πνεύμα της Καλλιόπης. Από τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα του πάνω ορόφου, τρύπωσε μέσα, έριξε ένα βλέμμα στην αίθουσα του Τριμελούς, αναγνώρισε πρόσωπα και καταστάσεις κι έκατσε αναπαυτικά σ’ ένα από τα πίσω αδειανά καθίσματα για να παρακολουθήσει την εξέλιξη της δίκης … Ποιος ξέρει, μπορεί να στέρεψε ο σεναριογράφος και να ‘στειλε το πνεύμα να ξεπατικώσει τη ζωή..
Στο εδώλιο του Τριμελούς απολογείται κατηγορούμενος λαλίστατος και παραστατικότατος. Με την ωραία κρητική προφορά του, κατά την απολογία του υποστηρίζει πως από μια «παραγνωρισά» βρέθηκε να κατηγορείται και μάλιστα να τιμωρείται για κάτι που δεν έκανε. «Δεν ήμουν εκειά, δεν ήμουνα! Με μπλέξανε και άδικα βρέθηκα στη φυλακή» έλεγε ο κατηγορούμενος.
Νωρίτερα, τον ισχυρισμό της «παραγνωρισάς» είχαν προβάλει στο δικαστήριο και τα θύματα. Πυροβολημένος –κυριολεκτικά με πιστόλι, όχι τίποτα μούσια- ο άνδρας, παραλίγο χήρα η γυναίκα, κατέθεσαν πως ο εν λόγω κύριος δεν ήταν τελικά παρόν στο περιστατικό και πώς να δεις το ‘κανε η ευχή και «παπαδουλίσανε» τα μάτια τους κι άλλον είδαν άλλον γνώρισαν κι έτσι στην πρώτη κιόλας κατάθεσή τους μετά το περιστατικό κι όταν όοοοολα ήταν σε εξέλιξη τον κατέδωσαν περιγράφοντας το σκηνικό με κάθε λεπτομέρεια, αλλά έκαναν λάθος.
Είναι που λέτε ο λαλίστατος κατηγορούμενος. στο εδώλιο. Με αγωνία η έδρα προσπαθεί να ξεδιαλύνει το μυστήριο της παραγνωρισάς . «Και γιατί σας κατηγόρησαν τότε;», ρωτά η πρόεδρος. «Δεν ξέρω κ. Πρόεδρε. Αλλά εμείς τα έχουμε αφήσει τα παλιά και προχωράμε μπροστά» απαντά ο κατηγορούμενος. Ω γέγονε, γέγονε δηλαδή κι άλλο κακό να μην μας βρει.
«Και τι έγινε και τα βρήκατε; Πως έγινε;» ξαναρωτά η έδρα που στο μεταξύ είχε μάθει πως θύματα και κατηγορούμενος είχαν κιόλας έτοιμη τη συντεκνιά. Από τα πίσω καθίσματα ένα θρόισμα ακούστηκε.. Φαίνεται πως της Καλλιοπάρας το πνεύμα ανακάθισε για να ακούσει καλύτερα και θρόισαν τα φουστάνια της.
«Έστειλα μεσίτες και τα κανονίσανε» είπε ο κατηγορούμενος κι έπιασε ν’ αφηγείται πως έγινε ο σασμός. Πήγανε που λέτε οι μεσίτες στην οικογένεια των θυμάτων και τα πάνε. «Το παιδί δεν ήταν εκεί. Ο άλλος έκανε τη «ζημιά». Ο δικός μας, σας έχει σέβας μεγάλο – θα ορκιστεί και στο δικαστήριο στο λόγο της τιμής του- και ποτέ δεν θα σας έκανε κακό.»
Εκείνοι πάλι, τα θύματα είχανε τις αμφιβολίες τους. Δεν είμαστε σίγουροι λέγανε κάθε που οι μεσίτες πάλευαν να κάνουν το σασμό. Και από δω σε’ χω από κει σε σφάζω, βάλανε κι αυτοί τα μεγάλα μέσα. Γιατί του μεσίτη τα λόγια δεν τα πιστεύεις αλλά άμα βάλει αφτί ο Αϊ Γιώργης είναι εγγύηση.
«Επήγανε οι μεσίτες, αυτοί κι ο αδερφός μου ο μεγάλος στο Σεληνάρι. Κι ομπρός στην εικόνα του Αϊ Γιώργη, επήρενε ο αδερφός μου όρκο πως εμείς ποτέ δε τσι πειράξαμε κι ούτε θα τσι πειράξουμε ποτέ.» είπε ο κατηγορούμενος.
Από τα πίσω καθίσματα του Τριμελούς ένα παγωμένο αεράκι σηκώθηκε. Η εισαγγελέας σήκωσε το βλέμμα πάνω απο το γυαλί, που κύλησε πιο κάτω στη μύτη της κι έψαξε να δει μπας και στην αίθουσα μπήκε ο Αστέρης ή ο Μαθιός. Φευ! Μήτε Μαθιός μήτε Αστέρης … οι πέντε κατηγορούμενοι όλοι κι όλοι, με τον ένα εξ αυτών να δίνει πόνο στο εδώλιο.
«Κι έτσι πείστηκαν λοιπόν;» ρωτά η έδρα. Εμ πως! Εξανέστη ως και το πνεύμα! Ολόκληρος όρκος μπροστά στον Αϊ Γιώργη κυρία έδρα μου! Που ξέρεις πως δεν κουντουρίζει και πολύ! Εδώ έκανε σουρωτήρι το δράκο, στο ψέμα θα σκαλώσει και δεν θα τιμωρήσει;
«Κι όταν πήγαν οι μεσίτες βρε παιδί μου, δεν ρωτήσανε γιατί σε κατηγόρησαν;» επιμένει η έδρα σαν να μη πιστεύει ένα πράμα.
«Όχι δε ρωτήσανε. Δε ρωτούνε οι μεσίτες. Μόνο σάχνουνε», απάντησε ο κατηγορούμενος και κάπου, σε κάποιο μέρος του κόσμου μια δικαιοσύνη αυτοπυρπολήθηκε …neakriti.gr
Τα σχόλια είναι κλειστά.