Ο Βασίλης Λυμπέρης ήταν ο τελευταίος θανατοποινίτης που εκτελέστηκε στη χώρα μας. Η εκτέλεση έγινε στην Κρήτη τον Αύγουστο του 1972.
Μέσα στις λιγοφωτισμένες φυλακές της Νέας Αλικαρνασσού ακουγόταν μονότονος ο ψαλμός του ιερέα που κοινωνούσε έναν άνδρα που έτρεμε από τον φόβο του. Στο κελί οι δεσμοφύλακες είχαν κάνει έναν κύκλο γύρω του και περίμεναν να τελειώσει το τελετουργικό.
Σε ελάχιστα λεπτά θα οδηγούσαν τον άνδρα αυτόν στον τόπο της εκτέλεσης του. Είχε διαπράξει ένα φρικτό έγκλημα που δεν το χωρούσε ο ανθρώπινος νους. Είχε κάψει ζωντανή την πεθερά του, την εν διαστάσει σύζυγο του και τα δυο παιδιά του 2μιση και ενός έτους, το βράδυ της 4ης Ιανουαρίου του 1972. Θεώρησε υπεύθυνη την πεθερά του για την κακή τροπή του γάμου του και έκανε νοσηρό έγκλημα.
Το φονικό
Ο Βασίλης Λυμπέρης πήγε στο σπίτι στο Χαλάνδι όπου έμενε η εν διαστάσει σύζυγος του με τα παιδιά τους και με την μητέρα της. Μαζί με άλλους τρεις συνεργούς, άνοιξε την πόρτα, μπήκε μέσα ενώ κοιμόντουσαν όλοι και περιέλουσε τα πάντα με 3 μπιτόνια βενζίνη.
Ύστερα με ένα σπίρτο που είχε αγοράσει από το περίπτερο δίπλα στο σπίτι, έβαλε φωτιά στον χώρο. Τα μωρά του ξεψύχησαν σχεδόν αμέσως. Η σύζυγος του βγήκε από το δωμάτιο και τον ρώτησε τι κάνει εκεί. Τότε την έσπρωξε και την κλείδωσε μέσα.
Στη συνέχεια και ενώ το σπίτι λαμπάδιαζε βγήκε με τους συνεργούς του και κλείδωσε την πόρτα. Μέσα στο σπίτι κάηκαν όλοι. Όταν η πυροσβεστική έσβησε το πρωί τις φλόγες βρήκε απανθρακωμένα και δυο μικρά κορμάκια. Ήταν η κόρη του και ο γιος του. Η πεθερά του ήταν νεκρή και αυτή ενώ η σύζυγος μεταφέρθηκε με βαριά εγκαύματα στο νοσοκομείο όπου και ξεψύχησε μετά από λίγες ώρες.
Το δικαστήριο
Ο Λυμπέρης άκουσε παγερά ατάραχος τον πρόεδρο του πενταμελούς κακουργιοδικείου της Αθήνας να τον καταδικάζει «τετράκις εις θάνατον». Μια φορά σε θάνατο για κάθε ζωή που πήρε. Ο ένας συνεργός του – ο μόλις 18 χρονών – Πάυλος Αγγελόπουλος καταδικάστηκε και εκείνος σε θάνατο ενώ οι άλλοι δυο σε μικρότερες ποινές.
Η εκτέλεση του δολοφόνου θα γινόταν τους επόμενους μήνες. Προηγουμένως είχε δικαίωμα να ζητήσει να του δοθεί χάρη και να αποφύγει το εκτελεστικό απόσπασμα. Όπως και έκανε.
Η εκτέλεση
Το ξημέρωμα της 25ης Αυγούστου στις φυλακές της Αλικαρνασσού στο Ηράκλειο της Κρήτης ο διευθυντής των φυλακών, ανακοίνωσε στον Βασίλη Λυμπέρη ότι η αίτηση χάριτος που είχε υποβάλλει, απορρίφθηκε. Με το πρώτο φως του ήλιου θα γινόταν η εκτέλεση της ποινής του.
Όπως περιγράφουν από εκείνη τη στιγμή και μετά ο δολοφόνος των 4 ανθρώπων, δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Έτρεμε και ακόμη και το τελευταίο τσιγάρο που ζήτησε από έναν δεσμοφύλακα δεν ήταν σε θέση να το καπνίσει. Είχε μόνο λίγα λεπτά ζωής.
Με τρεμάμενο χέρι δίνει ένα διπλωμένο χαρτάκι στον δεσμοφύλακα. «Για τη μάνα μου» του λέει. Ήταν το τελευταίο του γράμμα στο οποίο ζητούσε συγχώρεση για τον πόνο που της προκάλεσε σε κείνη και στα αδέλφια του.
Καμία συγνώμη στο γράμμα για τα θύματα του. Καμία συγνώμη για την κόρη του 2μιση χρονών και τον γιο του ενός έτους. Καμία συγνώμη για την σύζυγο του. Σαν να μην υπήρξαν ποτέ.
Οι δεσμοφύλακες τον οδήγησαν στον χώρο της εκτέλεσης. ήταν το πεδίο βολής της Σχολής Εφέδρων Αξιωματικών Πεζικού (ΣΕΑΠ) στην περιοχή Δυο Αοράκια στο Ηράκλειο. Εκεί τον περίμενε ένα δωδεκαμελές εκτελεστικό απόσπασμα.
Το απόσπασμα
Η δολοφονία είχε συγκλονίσει όλη την Ελλάδα. Η εκτέλεση δια τουφεκισμού απαιτεί εθελοντές. Δώδεκα εθελοντές. Νωρίτερα εμφανίσθηκαν 30 εθελοντές από τη μονάδα της ΣΕΑΠ στον διοικητή πρόθυμοι να λάβουν μέρος στο εκτελεστικό απόσπασμα και να γίνουν και εκείνοι κομμάτι της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης.
Επιλέγηκαν 12, και από αυτούς στα τουφέκια M-1 που χρησιμοποιούσαν είχαν σφαίρες τα 6. τα άλλα έξη είχαν άσφαιρα για να μην ξέρει κανείς με σιγουριά ποιος τον σκότωσε.
Σε λίγα λεπτά το «πυρ» του επικεφαλής υπολοχαγού ακολούθησε μια ομοβροντία και ο Βασίλης Λυμπέρης σε ηλικία 27 ετών έπεφτε από τις σφαίρες του εκτελεστικού αποσπάσματος. Θα ήταν ο τελευταίος άνθρωπος που εκτελέστηκε στην Ελλάδα.
Η χαριστική βολή
Χρέος του επικεφαλής του αποσπάσματος είναι να δίνει μετά την χαριστική βολή στο κεφάλι του θύματος, σε περίπτωση που εκείνο ζούσε ακόμη και ψυχορραγούσε. Ο υπολοχαγός του αποσπάσματος, όπλισε αλλά δεν κατάφερε ποτέ να τραβήξει την σκανδάλη. Ο Λυμπέρης ψυχορραγούσε, δεν είχε πεθάνει.
Διατάζει τον επιλοχία του αποσπάσματος να δώσει εκείνος την χαριστική βολή. Και εκείνος όμως λυγίζει. Αφήνει το περίστροφο του στην άκρη και παίρνει ένα αυτόματο. Γυρίζει το βλέμμα του αλλού για να μην κοιτάζει τον Λυμπέρη να βγαίνει η ψυχή του, και πατάει τη σκανδάλη.
Το αυτόματο ξέρασε μια ολόκληρη ριπή που γάζωσε το κορμί του θανατοποινίτη δολοφόνου από το κεφάλι μέχρι τα πόδια. Η βολή αυτή παραμόρφωσε το πρόσωπο του.
Ο συνεργός
Την ίδια μέρα και ώρα επρόκειτο να εκτελεστεί στην Κέρκυρα και ο άλλος καταδικασθείς για την ίδια υπόθεση, Παύλος Αγγελόπουλος. Νωρίτερα είχε κατατεθεί και για εκείνον αίτηση προς το Συμβούλιο Χαρίτων, η οποία επίσης απορρίφθηκε, όμως με ψήφους 4 προς 3.
Τη γνωμοδότηση του συμβουλίου υπέγραψε ο υπουργός Δικαιοσύνης Άγγελος Τσουκαλάς, δεν την επικύρωσε όμως ο αντιβασιλέας (δηλαδή ο δικτάτορας Παπαδόπουλος).
Τελικά με το σκεπτικό του νεαρού της ηλικίας (δεν είχε συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του κατά τη στιγμή της τέλεσης του εγκλήματος) η εκτέλεση ανεστάλη, ενώ το 1975 μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη.
Στα μέσα της δεκαετίας του 1990 του απονεμήθηκε χάρη και αποφυλακίστηκε, έχοντας μείνει πάνω από 20 χρόνια στη φυλακή.
Τα σχόλια είναι κλειστά.