Το Διοικητικό Συμβούλιο και το προσωπικό του Μουσείου Καζαντζάκη με λύπη πληροφορήθηκαν τον θάνατο της ποιήτριας και βαφτισιμιάς του Νίκου Καζαντζάκη, Κατερίνας Αγγελάκη-Ρουκ. Η ιδιαίτερη γραφή της στόλισε τα Ελληνικά Γράμματα αφήνοντας πίσω ένα πλούσιο και σπουδαίο ποιητικό αλλά και μεταφραστικό έργο.
Η ίδια διατηρούσε εξαιρετική σχέση με το Μουσείο, το οποίο τελευταία φορά επισκέφτηκε το 2010, στα εγκαίνια της Νέας Μόνιμης του Έκθεσης, και μίλησε στο κοινό για τον νονό της και το πώς εκείνος συνέβαλε στο να λάβει το ποιητικό της χρίσμα.
Στο αρχείο της διατηρούσε επιμελώς τις επιστολές που ο Νίκος Καζαντζάκης έστειλε στην οικογένειά της και κυρίως στον πατέρα της, Γιάννη Αγγελάκη, έμπιστο δικηγόρο και στενό του φίλο, με τον οποίο αλληλογραφούσε για πολλές δεκαετίες. Τις επιστολές αυτές τις δώρισε στο Μουσείο, δίνοντάς του τη χαρά να τις μοιραστεί με το κοινό, σε μια έκδοση που κυκλοφόρησε το 2013. Στον πρόλογο της έκδοσης, που επιμελήθηκε ο Θανάσης Αγάθος, επίκουρος καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ γράφει:
…«Ποτέ τα πράγματα δεν ήταν τόσο εφήμερα· από μιαν τρίχα κρέμεται σήμερα ο κόσμος. Μέσα στην τραγικήν ετούτη ατμόσφαιρα βλέπω πια τα πάντα και τον εαυτό μου και τη γυναίκα μου και τους ανθρώπους που αγαπώ. Ω ήλιε, morituri te salutant! Χαιρετώ τη βαφτιστικιά μου· ο Θεός, για το χατήρι της, ας με βγάλει ψεύτη!» (24/8/50).
Σήμερα, πάνω από εξήντα χρόνια μετά –σύμπτωση ή η αδιάκοπη ροή της ιστορίας;– ο κόσμος πάλι «από μια τρίχα κρέμεται». Όχι, ο Θεός δεν έβγαλε ψεύτη τον Νίκο Καζαντζάκη. Βιώνω κι εγώ τώρα «την τραγική ετούτη ατμόσφαιρα» που μέσα απ’ αυτήν «βλέπεις τα πάντα ως και τον εαυτό σου». Κι έχω ακριβώς την ηλικία που είχε ο νονός μου όταν άφησε τούτο τον (μάταιο;) κόσμο. Νιώθω τώρα πόσο σωστό είναι το γαλλικό ρητό που αναφέρει ο Ν. Κ.: ‘‘La jeunesse ne vient qu’avec l’âge’’ («Η νιότη δεν έρχεται παρά με την ηλικία»), δηλαδή όταν έχουν βαρύνει οι ώμοι σου από τα χρόνια, τότε καταλαβαίνεις πόσο ειλικρινής ήταν ο χρόνος κάποτε.
Ένα από τα σταθερά δώρα της νιότης είναι η φυσικότητα που αναπτύσσεται αφού δεν υπάρχει η εμπειρία του αντίθετου για να επηρεάσει τα βιώματά σου. Είχα μεγαλώσει κάτω από τη σκιά του νονού μου, του Νίκου Καζαντζάκη, που ήταν πάντα στο εξωτερικό, έξω από τη ζωή μου. Έτσι μου φάνηκε φυσικό –και αστείο– όταν μου έγραψε μετά την πρώτη μου δημοσίευση στην Καινούρια Εποχή (11/10/56): «Νεαρό κλωσσοπούλι του Παρνασσού, μη με ντροπιάσεις». Ήμουνα το κλωσσοπούλι, αλλά και το Άγιο Πνεύμα (21/5/57): «Χρόνια πολλά, καλά κι ο Θεός μαζί Σας πάντα, να σκέπει πάντα την Αγία Τριάδα Σας, όπου η Κατερίνα συμβολίζει το Άγιο Πνέμα». Άλλη μεγάλη εύνοια της τύχης ήταν η εξαιρετική πνευματική ποιότητα και της μητέρας μου και του πατέρα μου, πράγμα που εξηγεί βέβαια την αδυναμία που τους είχε ο Καζαντζάκης.
Κι έρχεται η αρνητική πλευρά της τύχης μου· η αναπηρία μου, που με βρήκε με την είσοδό μου στη ζωή. Έτσι έχω πάντα στο νου μου, σαν έμμονη ιδέα, την εικόνα της ζυγαριάς. Κάτι καλό συμβαίνει, πανηγυρίζεις για την τύχη σου και δεν βλέπεις πως στον άλλο δίσκο της ζυγαριάς κάτι κακό μπαίνει. Κούτσαινα όλη μου τη ζωή, αλλά όταν ήμουνα 11 χρονών, ο Καζαντζάκης έγραψε στους γονείς μου: «Χαιρετώ τη γενναία συνάδελφο, την Κατερίνα, που γρήγορα θα πιάσει την πένα να με παραμερίσει. – Τράβα να περάσω, τόπο στους νέους! θα μου πει κ’ εγώ θα της δώσω την ευκή μου, να με ξεπεράσει».
Ελπίζω να μη θεωρηθεί οίηση η αναφορά μου σ’ αυτά τα γράμματα του νονού μου. Απλά θέλω να πω πως η εξοικείωση με ουσιαστικές, πραγματικές αξίες αξίζει όσο άπειρες μελέτες ή, όπως λέει ο Ν. Κ. ότι είπε ο Βούδας: «Η ορατή παρουσία αξίζει 88.000 αόρατες παρουσίες».
Μεγάλωνα και με ανυπομονησία περίμενα να τελειώσω το Γυμνάσιο, να πάω στη Γαλλία να σπουδάσω και να μείνω με τον Νίκο και την Ελένη Καζαντζάκη (θείτσα Λένη την έλεγα). Αλλά λίγο πριν ξεκινήσω ο Ν. Κ. πέθανε στο Freiburg στις 26 Οκτωβρίου 1957. Πήγα βέβαια στη Γαλλία, έμεινα με την Ελένη, μετακομίσαμε μετά στη Γενεύη, όπου τέλειωσα τη Σχολή Μεταφραστών και Διερμηνέων.
Το παράπονο της ζωής μου είναι ότι καμιά ανάμνηση δεν έχω του νονού μου. Ούτε 7 χρονών δεν ήμουνα όταν έφυγε απ’ την Ελλάδα για να μην ξαναγυρίσει. Δεν κράτησα το χέρι του ποτέ, δεν έψαξα μέσα στο βλέμμα του τη δική του αλήθεια, δεν μπόρεσα να τον ρωτήσω, να αρθρώσω όλες τις ερωτήσεις –φυσικές και μεταφυσικές– που είχε συσσωρεύσει μέσα μου. Αλλά ήταν σαν να είχα ζήσει μαζί με τον Άγιο Φραγκίσκο –τον «Φτωχούλη του Θεού»–, τον Αλέξη Ζορμπά, τον Καπετάν Μιχάλη, σαν να ήταν όλοι πρόσωπα της οικογένειάς μου.
Άλλη πολύτιμη για μένα κληρονομιά που μ’ άφησε ο νονός μου ήταν η πίστη-απιστία στον Θεό. Αυτή η σύνθεση ανάμεσα στην έλλειψη ελπίδας για μια προστασία, μια δικαιοσύνη, ακόμη και για μια «μετά θάνατον» ζωή και μαζί μια αδιάκοπη αίσθηση του μυστηρίου που μας έφερε στη ζωή, που φύτεψε τα δέντρα, που στη φλόγα ρίχνει βροχή. Μια αίσθηση ότι η παντοδυναμία της ζωής νικάει την απουσία του Θεού.
Τα σχόλια είναι κλειστά.