Ο κουρασμένος Τσίπρα ρίχνει ξανά διχαστικά διλήμματα, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ αδυνατεί να γυρίσει το παιχνίδι

Δεν ήταν λίγοι που θεώρησαν ως ασφαλέστερη ένδειξη για το πώς ο ΣΥΡΙΖΑ πηγαίνει στις εκλογές με ηττοπάθεια και απογοήτευση τις τελευταίες συνεντεύξεις του πρωθυπουργού. Δεν είναι ότι ο πρωθυπουργός δεν πέρασε τα μηνύματα που επιθυμούσε. Σε αυτό άλλωστε παραμένει ιδιαίτερα ικανός. Κυρίως ήταν η κούραση που απέπνεε και αυτή η δυσκολία να βγάλει τον ενθουσιασμό και την έμπνευση που μπορούσε παλαιότερα.

Ας μην ξεχνάμε ότι ο πρωθυπουργός δεν είναι ένας πολιτικός που εύκολα αντανακλά το πώς αισθάνεται. Κάθε άλλο: παρότι νέος έχει και αντοχή σε προεκλογικές εκστρατείες και ικανότητα να εμφανίζεται πάντα άψογα αποφασιστικός.

Αυτό είχε φανεί και στην προεκλογική εκστρατεία του Σεπτεμβρίου 2015 όταν ήταν ο Αλέξης Τσίπρας αυτός που κατάφερε να πάρει τη μάχη επάνω του και να μπορέσει να διαψεύσει όσους πίστευαν ότι θα στοίχιζε εκλογικά στον ΣΥΡΙΖΑ η πολιτική παλινωδία γύρω από το δημοψήφισμα.

Τώρα τα πράγματα δείχνουν διαφορετικά. Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούν να «γυρίσουν το παιχνίδι» και μέχρι στιγμής αυτό δείχνει να εσωτερικεύεται αρνητικά ως ένα είδος πολιτικής αποκαρδίωσης.

Και αυτό παρότι, εάν δούμε το πολιτικό τοπίο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δέχεται αυτή τη στιγμή μια μεγάλη πίεση από ΚΙΝΑΛΛ ως προς του κεντροαριστερούς ψηφοφόρους, ούτε έχει, πέραν του ΜέΡΑ25 κάποια ισχυρή αμφισβήτηση από τα αριστερά. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περιθώριο να ενισχύσει τη θέση του ως αυριανή αξιωματική αντιπολίτευση και να δώσει με αποφασιστικότητα τη μάχη για να μειώσει τη διαφορά από τη ΝΔ. Όμως, φαίνεται πώς για τον ΣΥΡΙΖΑ μόνο εάν το παιχνίδι ήταν «ντέρμπι» θα μπορούσαν να έχουν μεγαλύτερη ενεργοποίηση.

Αυτό, με τη σειρά του, δείχνει να είναι το αποτέλεσμα μιας σειράς λαθών που έκανε το κυβερνών κόμμα.
Κι από την άλλη, αυτό που έβγαλε η ανάρτησή για την επέτειο από το θάνατο του Ανδρέα Παπανδρέου ήταν η απέλπιδα προσπάθεια να βάλει διαχωριστικές γραμμές, να επαναφέρει διχαστικά μηνύματα τύπου «ο λαός δεν ξεχνά τι σημαία Δεξιά», να ξυπνήσει λίγο τα αντανακλαστικά των κεντροαριστερών ψηφοφόρων που φοβούνται την… επέλαση Μητσοτάκη.
Φαίνεται να είναι το τελευταίο του χαρτί, δύο εβδομάδες πριν από τις κάλπες, να δώσει χρώμα σε μια άτονη προεκλογική εκστρατεία, μια καμπάνια απογοήτευσης και παραίτησης από την πλευρά του ίδιου και του ΣΥΡΙΖΑ.

Η κακή εκτίμηση των πραγματικών συσχετισμών

Ένα πρώτο στοιχείο που δείχνει να παίζει καθοριστικό ρόλο στην υποτονική ενεργοποίηση του κομματικού μηχανισμού στη μάχη για τις εκλογές είναι η πραγματική απογοήτευση από το εκλογικό αποτέλεσμα στις ευρωεκλογές.

Με αυτό εννοούμε ότι όντως ένα σημαντικό κομμάτι της ηγεσίας πίστευε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μεγαλύτερη συσπείρωση και έχαιρε μεγαλύτερης εκτίμησης των ψηφοφόρων. Ήταν ριζωμένη η πεποίθηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε αυτό ακριβώς που δεσμεύτηκε να κάνει το 2015,δηλαδή να εφαρμόσει ένα μνημόνιο με το μικρότερο δυνατό κοινωνικό κόστος, κάτι που μεταφραζόταν και σε μια βαθύτερη πεποίθηση ότι οι τότε ψηφοφόροι όντως εξακολουθούσαν στο σύνολό τους να στρέφονται προς τον ΣΥΡΙΖΑ.

Δεν αντιλαμβάνονταν δηλαδή ούτε την απογοήτευση ή ακόμη και την οργή που προκάλεσαν ορισμένες τουλάχιστον κυβερνητικές επιλογές του ΣΥΡΙΖΑ ούτε το βάθος του ρήγματος που είχε επέλθει καιρό τώρα στις σχέσεις εκπροσώπησης.

Εάν το είχαν κάνει, θα είχαν αντιληφθεί ότι μπήκαν στις εκλογές με πολύ χειρότερη αφετηρία από ό,τι νόμιζαν και θα δεν είχαν έκπληξη για το αποτέλεσμα.

Ακόμη περισσότερο, θα είχαν κατανοήσει ότι δεν αρκούσε να πάνε στις εκλογές με τον γενικό τόνο «κάναμε ό,τι δεσμευτήκαμε και σας βγάλαμε από τα μνημόνια», όχι μόνο γιατί πραγματική «έξοδος» δεν έχει γίνει, αλλά και γιατί αυτό από μόνο του δεν έπειθε.

Η εσφαλμένη επένδυση στις «παροχές» και τις υποσχέσεις

Συναφές και το άλλο λάθος που έγινε τόσο πριν τις ευρωεκλογές όσο και μετά. Η εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν συνεπής ως προς την εφαρμογή των μνημονίων ως προϋπόθεση για την «έξοδο» οδήγησε στην εκτίμηση ότι η κοινωνία θα υποδεχόταν θετικά τις προεκλογικές παροχές αλλά και υποσχέσεις.

Μόνο που αυτό στηριζόταν στην εκτίμηση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ κρατούσε μεγαλύτερους δεσμούς εκπροσώπησης από αυτούς που πραγματικά είχε. Όμως, τα ρήγματα ήταν μεγαλύτερα, η απογοήτευση ήταν πιο βαθιά όπως και η αποξένωση ψηφοφόρων του 2015 και σε ένα τέτοιο έδαφος ούτε οι προεκλογικές παροχές ήταν επαρκείς για να πείσουν ούτε οι υποσχέσεις να λειτουργήσουν ως κίνητρο εκλογικό.

Υποτίμησαν δηλαδή στον ΣΥΡΙΖΑ το γεγονός ότι η σχέση εκπροσώπησης είναι ιδιαίτερα σύνθετη. Δεν είναι ούτε μονοδιάστατη ούτε εργαλειακή, και γι’ αυτό δεν εξαντλείται σε έναν «μπακάλικο» υπολογισμό κόστους – οφέλους. Αντίθετα, έχει να κάνει με ιδεολογικές αναγνωρίσεις, με την πειστικότητα των αφηγημάτων, τις προσδοκίες και τις διαψεύσεις αλλά και τη συνολικότερη αξιοπιστία που αποπνέει ή όχι ένα κόμμα προς τους ψηφοφόρους του.

Η όψιμη στροφή στη «μεσαία τάξη»

Ο ΣΥΡΙΖΑ έπρεπε να γνωρίζει καιρό πριν ότι θα είχε κόστος από τα μέτρα που πήρε και τα οποία χτύπησαν την ίδια την εκλογική του βάση, δηλαδή στρώματα μισθωτών, δημοσίων υπαλλήλων και ελεύθερων επαγγελματιών.

Μπορεί να το δικαιολόγησε ως προνοιακή πολιτική προς πιο φτωχά στρώματα, αλλά αυτό δεν ακύρωνε το κόστος.

Επιπλέον, υποτίμησε ότι στην πολιτική δεν μετράει μόνο το πώς αντικειμενικά προσδιορίζονται κοινωνικά οι ψηφοφόροι αλλά και το πώς αισθάνονται ή βιώνουν τη θέση τους στην κοινωνία. Ο άνεργος πτυχιούχος, για παράδειγμα, μπορεί αντικειμενικά να είναι στα όρια της φτώχειας και να έχει όφελος από κάποιο κοινωνικό μέρισμα αλλά προσδοκά να είναι «μεσαία τάξη»: άρα θα επηρεαστεί αρνητικά εάν δει υπερφορολόγηση εκεί, ακόμη και εάν ο ίδιος είναι ο «ωφελούμενος» αυτής της υπερφορολόγησης.

Οι ανέμπνευστες επιλογές προσώπων

Σε όλα αυτά προστίθεται και ένα πρόβλημα ακόμη. Ο ΣΥΡΙΖΑ σε αυτές τις εκλογές (όπως και στις προηγούμενες) δεν κατορθώνει να προσελκύσει σημαντικές προσωπικότητες, δηλαδή να έχει εκείνο το είδος των προσωπικοτήτων στα ψηφοδέλτια που θα μπορέσουν να εμπνεύσουν το εκλογικό ακροατήριο.

Αυτό φάνηκε και στις ευρωεκλογές (κάτι που έχει εμφανή αποτελέσματα και στη σύνθεση των ευρωβουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ σήμερα που δεν είναι ακριβώς ο ορισμός της μάχιμης πολιτικής ομάδας) αλλά και στη συζήτηση για το ψηφοδέλτιο Επικρατείας που ο ΣΥΡΙΖΑ κατέληξε στον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό που μπορεί να είναι γνωστός ως λογοτέχνης (και ορισμένα έργα του να αφορούν εμβληματικές στιγμές της ιστορίας της αριστεράς), όμως ο ίδιος δεν είναι μια ιστορική αριστερή πολιτική προσωπικότητα.

Αντίστοιχα, η διαβόητη διεύρυνση μέσω «Προοδευτικής Συμμαχίες» οδήγησε τελικά στη συμπερίληψη ορισμένων στελεχών με προέλευση το ΠΑΣΟΚ, σε ορισμένα στελέχη της ΔΗΜΑΡ και σε φιγούρες που δύσκολα εμπνέουν έναν κόσμο αριστερής ή έστω προοδευτικής τοποθέτησης όπως τον κ. Τέρενς Κουίκ.

Όμως, με τέτοιες επιλογές δεν δημιουργείται επιπλέον δυναμική, ενώ την ίδια ώρα οι ψηφοφόροι τα εισπράττουν ως αναγκαστικές κινήσεις που παραπέμπουν σε ένα κόμμα που δεν πιστεύει ότι μπορεί να κερδίσει.

Τα όρια της «στρατηγικής του φόβου»

Με τις εκλογές σε μικρό χρονικό διάστημα και την προεκλογική εκστρατεία να έχει ξεδιπλωθεί αρκετά ώστε οι ψηφοφόροι να έχουν σχηματίσει εικόνα, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει μεγάλα περιθώρια να τροποποιήσει το βασικό του αφήγημα ώστε να έχει σημαντικά εκλογικά ανοίγματα.

Αυτό εξηγεί ως έσχατη καταφυγή τη «στρατηγική του φόβου» ως προς τους κινδύνους από μια κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Μητσοτάκη.

Προφανώς και τέτοιες τακτικές είναι οργανικό κομμάτι κάθε προεκλογικής εκστρατείας, μόνο που χωρίς ένα θετικό αφήγημα η αποτελεσματικότητά τους είναι περιορισμένη.

Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ τα πράγματα είναι ακόμη πιο δύσκολα. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ συνέβαλε αποφασιστικά στο να εμπεδωθεί στη συνείδηση μεγάλου μέρους των ψηφοφόρων η αντίληψη ότι δεν μπορούν να υπάρξουν θετικές τομές για μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων και ότι στο τέλος οι μνημονιακές πολιτικές εφαρμόζονται.

Τώρα πληρώνει το τίμημα διαπιστώνοντας ότι η προσπάθεια του να πει ότι τα πράγματα θα γίνουν χειρότερα (ακόμη και εάν πατάει σε πραγματικά δεδομένα) δεν έχει μεγάλη επίδραση σε μια κοινωνία συνηθισμένη πια στο ότι τα πράγματα δεν πηγαίνουν προς το καλύτερο

Τα σχόλια είναι κλειστά.