Κουασιμόδος: Ο κωδωνοκρούστης που αγάπησε με πάθος την Εσμεράλδα

Κουασιμόδος: Ο κωδωνοκρούστης που αγάπησε με πάθος την Εσμεράλδα. Στο σκοτεινό εσωτερικό της Παναγίας των Παρίσιων «ζει»…

Στο σκοτεινό εσωτερικό της Παναγίας των Παρίσιων «ζει» από τον Ιανουάριο του 1831 ο θρυλικός Κουασιμόδος.

Ο ήρωας με το παραμορφωμένο πρόσωπο και την μεγάλη καμπούρα βρέθηκε εγκαταλελειμένος στα σκαλιά της εκκλησίας όταν ήταν ακόμα βρέφος από τον αρχιδιάκονο Κλαύδιο Φρολό, που τον υιοθέτησε και τον μεγάλωσε για να γίνει ο κωδωνοκρούστης της εκκλησίας.

Ο Κουασιμόδος αγαπά με πάθος το εσωτερικό του ναού, καθώς μόνο εκεί νιώθει αποδεκτός. Έχει ένα πάθος για τις καμπάνες και ο τρόπος που ζει μαζί τους είναι χαρακτηριστικός. Τις χαϊδεύει, τις προσέχει, τους μιλάει, νιώθει μια σπάνια στοργή.

Ο κωδωνοκρούστης του Ουγκώ είναι για πολλούς υπαρκτό πρόσωπο, ένας εργάτης του ναού, ένας ιερωμένος, ένας γλύπτης που έζησε για χρόνια στην εκκλησία. Αυτό όμως που πραγματικά έχει αξία δεν είναι αν τελικά υπήρχε ο Ουγκώ εμπνεύστηκε από ένα υπαρκτό πρόσωπο ή όχι αλλά με πόση μαεστρία κατάφερε να εκφράσει τον έρωτα σε όλες του τις μορφές και να δημιουργήσει έναν αθάνατο μύθο.

«Η Παναγία των Παρισίων» του Βίκτωρ Ουγκώ είναι ένα από τα κορυφαία έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ο μεγάλος έρωτας του Κουασιμόδου για την τσιγγάνα Εσμεράλδα έχει στιγματίσει το έργο του συγγραφέα ο οποίος χρειάστηκε τρία χρόνια για να το ολοκληρώσει.

Το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1829 αλλά η ενασχόληση του συγγραφέα με άλλα κείμενα καθυστερούσε την ολοκλήρωσή του. Μετά από πίεση του εκδότη ο Ουγκώ το τελείωσε τον Ιανουάριο του 1931 και αμέσως έγινε επιτυχία.

Εκτός όμως από το λάμψη που κέρδισε ο συγγραφέας το τεράστιο ενδιαφέρον για το βιβλίο έφερε ξανά στο προσκήνιο την Παναγία των Παρισίων με τους τουρίστες να καταφθάνουν στο Παρίσι και να απογοητεύονται δυστυχώς για την άσχημη κατάσταση του κτιρίου. Κάπως έτσι αποφασίστηκε το 1845 να γίνουν έργα αποκατάστασης, τα οποία κράτησαν 19 χρόνια.

Στο βιβλίο η ηρωίδα Εσμεράλδα παρουσιάζεται να χορεύει στο προαύλιο του ναού όταν προκαλεί την προσοχή του αρχιδιακόνου Κλαύδιου Φρολό, που φλεγόμενος από την επιθυμία να την κατακτήσει, προσπαθεί να την απαγάγει δια του κωδωνοκρούστη Κουασιμόδου, ενός τερατώδη κακάσχημου αλλά ρωμαλέου ανθρώπου.

Η Εσμεράλδα κατορθώνει να αποφύγει την απαγωγή χάρις στην επέμβαση κάποιας ομάδας στρατιωτών υπό τον αξιωματικό Φοίβο Ντε Σατοπέρ, τον οποίο και συναντά λίγες μέρες μετά.

Ο αρχηγός των τσιγγάνων σκοπεύει να κρεμάσει τον Φοίβο εκτός αν μία τσιγγάνα προσφερθεί να τον παντρευτεί, κάτι που κάνει η Εσμεράλδα, αλλά ο Φοίβος αρνείται. Κατόπιν όμως την ερωτεύεται. Αργότερα εμφανίζεται ο Αρχιδιάκονος που με μικρό εγχειρίδιο μαχαιρώνει το Φοίβο όταν τον βλέπει μαζί με την Εσμεράλδα και στη συνέχεια κατηγορεί ως φονιά την Εσμεράλδα. Αυτή προ του κινδύνου να θανατωθεί τελικά προτιμά το θάνατο παρά να παραδοθεί στις ορέξεις του ιερωμένου.

Η Εσμεράλδα οδηγείται πρό της πύλης του Ναού όπου τότε επεμβαίνει ο Κουασιμόδος, που και αυτός την αγαπά με πάθος, και καταφέρνει και την εισάγει στο εσωτερικό του Ναού.

Ο Φρολό καταφέρνει να την πάρει ξανά, καθώς ο Κουασιμόδος ήταν απασχολημένος σε μια επίθεση από τους τσιγγάνους, που δεν καταλαβαίνει ότι ήρθαν για να σώσουν την Εσμεράλδα.

Ο Φρολό της προσφέρει ξανά την επιλογή να γίνει δικιά του, αλλά εκείνη διαλέγει το θάνατο. Ο Φρολό την αφήνει στην Paquette la Chantefleurie, η οποία είχε χάσει το παιδί της και θεωρούσε ότι το απήγαγαν τσιγγάνοι, την κλείνει στο κάστρο. Εκεί ανακαλύπτει ότι η Εσμεράλδα είναι το χαμένο της παιδί. Δεν μπορεί να την προστατέψει, και οδηγείται στην κρεμάλα, ενώ ο Κουασιμόδος που γυρνώντας δεν την είχε βρει, τελικά τη βλέπει να πεθαίνει από το κωδονοστάσι, όπου και Φρολό παρακολουθούσε την εκτέλεση.

Τον κατακρημνίζει ενώ θρηνεί το μόνο πράγμα που είχε αγαπήσει ποτέ του. Μετά χάνεται, και μόνο μετά από χρόνια όταν ανακαλύπτονται στο νεκροταφείο το μέρος που είχε ταφεί η Εσμεράλδα, βρήκαν το σκελετό του να αγκαλιάσει αυτόν της Εσμεράλδας.

Τα σχόλια είναι κλειστά.